δελφινίσαντες

δελφινίσαντες
δελφινίζω
duck like a dolphin
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δελφινίζω — (Α) [δελφίς] κολυμπώ σαν δελφίνι, βουτώ σαν δελφίνι («κάρα δελφινίσαντες περιένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως» αφού έκαναν βουτιά με το κεφάλι κολυμπούσαν κάτω από το νερό) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”